ρεφορμιστικός

ρεφορμιστικός
η , ό[ν] реформистский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ρεφορμιστικός" в других словарях:

  • ρεφορμιστικός — ή, ό, Ν [ρεφορμιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρεφορμισμό ή είναι χαρακτηριστικός του («ρεφορμιστικές τάσεις») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»