- ρεφορμιστικός
- η , ό[ν] реформистский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεφορμιστικός — ή, ό, Ν [ρεφορμιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρεφορμισμό ή είναι χαρακτηριστικός του («ρεφορμιστικές τάσεις») … Dictionary of Greek